ναυαγιαιρεσία

ναυαγιαιρεσία
η
ναυαγιαίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγιαίρεση + κατάλ. -ία. Η λ. αποτελεί πιθ. απόδοση τού γαλλ. sauvetage «διάσωση πλοίου» (βλ. λ. ναυαγιαίρεση). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγλ. Βλάχου.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ναυαγιαιρεσιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναυαγιαιρεσία («ναυαγιαιρεσιακές επιχειρήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγιαιρεσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • εκβύθιση — η 1. ανέλκυση από τον βυθό, ναυαγιαιρεσία 2. ελάττωση τού βυθίσματος πλοίου λόγω μειώσεως τού φορτίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”