- ναυαγιαιρεσία
- ηναυαγιαίρεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγιαίρεση + κατάλ. -ία. Η λ. αποτελεί πιθ. απόδοση τού γαλλ. sauvetage «διάσωση πλοίου» (βλ. λ. ναυαγιαίρεση). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγλ. Βλάχου.].
Dictionary of Greek. 2013.